- παραπομπός
- -ό / παραπομπός, -όν, ΝΜΑαυτός που συνοδεύει κάποιον, ιδίως για φρούρηση, για φύλαξη (α. «παραπομπό πλοίο» — πολεμικό πλοίο που συνοδεύει εμπορικά πλοία, για προστασία τους σε καιρό πολέμουβ. «παραπομπούς... ναῡς», Πολ.)μσν.το αρσ. ως ουσ. ὁ παραπομπόςο προμηθευτήςαρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ παραπομπόςη συνοδός.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + πομπός (< πέμπω), πρβλ. προ-πομπός].
Dictionary of Greek. 2013.